ηχογωνιόμετρο

ηχογωνιόμετρο
Συσκευή υπερήχων που χρησιμεύει συνήθως για να φανερώσει την παρουσία υποβρύχιων εμποδίων ή βυθισμένων αντικειμένων και να προσδιορίσει τη διεύθυνση και την απόστασή τους. Το η. εκμεταλλεύεται τα φαινόμενα του πιεζοηλεκτρισμού ή της μαγνητοσυστολής που εκδηλώνονται σε ορισμένα υλικά –όταν αυτά υποβληθούν σε ηλεκτρικά ή μαγνητικά πεδία που ταλαντώνονταιπαλμικά– προκαλώντας σε αυτά ελαστικές παραμορφώσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή ταλαντώσεων υπερηχητικής συχνότητας. Μια δέσμη υπερηχητικών κυμάτων ανακλάται όταν συναντήσει ένα εμπόδιο και μπορεί να ληφθεί και να φωραθεί από τον πομπό, εξαιτίας της αντιστροφής των φαινομένων του πιεζοηλεκτρισμού και της μαγνητοσυστολής. Μετρώντας τον χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ εκπομπής του σήματος και λήψης της ηχούς του, μπορούμε να προσδιορίσουμε την απόσταση του εμποδίου, επειδή είναι γνωστή η ταχύτητα διάδοσης των υπερηχητικών κυμάτων σε κάθε μέσο (στο νερό που περιέχει αλάτι είναι 1.500 μ./δευτ.), ενώ η διεύθυνση στην οποία αυτό βρίσκεται είναι εκείνη που αντιστοιχεί στη μέγιστη ένταση της ηχούς. Το η. αποτελείται από έναν περιστρεφόμενο σωλήνα προβολής που περιέχει το στοιχείο εκπομπής και λήψης των σημάτων –ο σωλήνας βυθίζεται μέσα στο νερό–, όργανα ενίσχυσης, μετρητή χρόνου και δείκτη διεύθυνσης. Το η. αντιστοιχεί προς τις συσκευές με τις αγγλικές ονομασίες sonar (μαγνητοσυστολής) και asdic (πιεζοηλεκτρισμού). Το η. χρησιμοποιείται στην αναζήτηση και καταδίωξη υποβρυχίων, στην ανεύρεση ναυαγίων και άλλων υποβρύχιων εμποδίων, στην αλιεία κ.α. Μια όμοια συσκευή, που λέγεται ηχόμετρο, χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των βυθών. Στην περίπτωση αυτή ο προβολέας είναι σταθερός και στραμμένος προς τα κάτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορβέτα — Πολεμικό ιστιοφόρο με τρία κατάρτια και τετράγωνα ιστία. Ευκίνητη, γρήγορη και μικρότερη από τη φρεγάτα, η κ. χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα μεμονωμένα για εξερευνήσεις ή για ταξίδια και, ως τμήμα ναυτικής μοίρας, για την αναμετάδοση σημάτων. Είχε… …   Dictionary of Greek

  • πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… …   Dictionary of Greek

  • σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”